ξιφιστήρ

ξιφιστήρ
ξῐφ-ιστήρ, ῆρος, ,
A sword-belt, PCair. Zen35.2 (iii B.C.). Plu.Pomp.42, Hld.9.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξιφιστήρ — ξιφιστήρ, ὁ (Α) λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ) ή απευθείας από ξίφος] …   Dictionary of Greek

  • ξιφιστῆρα — ξιφιστήρ sword belt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”